παρακράτημα

παρακράτημα
τό
1) часть урожая, которая не подлежит продаже, которую нужно придержать (чтобы лучше продать остальное);

παρακράτημα της σταφίδας — придержанная партия изюма;

2) с.-х. оплата натурой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παρακράτημα" в других словарях:

  • παρακράτημα — το 1. (οικον.) το μέρος τής παραγωγής που παρακρατείται από τον παραγωγό με σκοπό τη συγκράτηση, την διασφάλιση τής τιμής σε ορισμένο επίπεδο 2. (δασοπ.) δέντρο που διατηρείται κατά την εκμετάλλευση τών πολυώροφων δασών με σκοπό την παραγωγή… …   Dictionary of Greek

  • παρακράτημα — το, ατος 1. το μέρος του προϊόντος που κρατιέται για παρακαταθήκη. 2. πληθ., παρακρατήματα τα δέντρα που αφήνονται κατά την υλοτομία για την αύξηση και δημιουργία ξυλείας μεγάλων διαστάσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»